Το Δεσποτικό μπορεί να είναι σήμερα ένα ακατοίκητο κυκλαδονήσι.‘Ομως, πριν από σχεδόν 2.500 χρονιά ήταν ο τόπος στον οποίο άκμασε ένα από τα μεγαλύτερα κυκλαδικά λατρευτικά κέντρα αφιερωμένα στον Απόλλωνα.
Η συνεχιζόμενη συστηματική έρευνα στη θέση Μάντρα στο ακατοίκητο νησί Δεσποτικό, δυτικά της Αντιπάρου, που ξεκίνησε το 1997 από τον αρχαιολόγο της Εφορείας Αρχαιοτήτων Κυκλάδων, Γιάννη Κουράγιο, έχει φέρει στο φως μία εκτεταμένη λατρευτική εγκατάσταση- τη μεγαλύτερη στις Κυκλάδες μετά από αυτή της Δήλου.
Ανασκαφή
Μέχρι σήμερα έχουν αποκαλυφθεί 22 κτίρια που χρονολογούνται στους αρχαϊκούς και κλασικούς χρόνους (7ος – 4ος αι.π.Χ.), ενώ τμήμα της αρχαϊκής εγκατάστασης αποτελούσαν και τα κτιριακά συγκροτήματα που έχουν εντοπιστεί στη νησίδα Τσιμηντήρι.
Η πρωιμότερη περίοδος δραστηριότητας στη θέση Μάντρα, τοποθετείται στην Πρώιμη Εποχή του Σιδήρου (9ος-8ος αι.π.Χ.). Κάτω από τον αρχαϊκό ναό και το αρχαϊκό κτίριο Δ εντοπίστηκαν δύο κτίρια και πληθώρα ευρημάτων που φαίνεται να αποτελούσαν τμήμα μιας ευρύτερης γεωμετρικής εγκατάστασης, την οποία διαδέχθηκε τον 6ο αι.π.Χ. η λατρευτική εγκατάσταση του ιερού του Απόλλωνα.
Πυρήνας του ιερού είναι το τέμενος με έκταση περί τα 2,5 στρέμματα. Οριοθετείται από τειχισμένο περίβολο με τρεις πυλίδες, ο οποίος περικλείει τον ναό, το τελετουργικό εστιατόριο, το Κτίριο Δ και τους λατρευτικούς βωμούς.
Νότια και βορειοανατολικά του τεμένους εκτείνονταν οι βοηθητικές εγκαταστάσεις και κτίρια (αποθηκευτικοί χώροι, χώροι διαμονής, εργαστήρια, εστιατόρια, δεξαμένη νερού, υπαίθριοι χώροι).
Η ανασκαφή και η μελέτη του υλικού είναι σε εξέλιξη, προσφέροντας κάθε χρόνο πολύτιμα στοιχεία για την τοπογραφία και την ιστορία του ιερού. Εϊναι αναμφισβήτητο από τη χωροταξία, την αρχιτεκτονική των λατρευτικών κτιρίων και μη κτιρίων, και τον πλούτο και την ποικιλία των αναθημάτων πως στο Δεσποτικό λειτούργησε ένα πλούσιο υπερ-τοπικό θρησκευτικό κέντρο.
Αναστήλωση
Η ευθύνη για ένα αρχαιολογικό χώρο δεν σταματά στην ανασκαφή του και τη μελέτη των ευρημάτων. Η συντήρηση και η ανάδειξη των αρχαίων καταλοίπων είναι πρωτεύοντες στόχοι της ομάδας του Δεσποτικού. Το 2008 ξεκίνησε η αρχιτεκτονική τεκμηρίωση του καλύτερα σωζόμενου κτιριακού συνόλου του αρχαϊκού ιερού, του ναού και του τελετουργικού εστατορίου. Η ολοκλήρωσή της και η δημοσίευση των πορισμάτων της το 2012 άνοιξε το δρόμο για την εκπόνηση της μελέτης αναστήλωσης του ναού και του εστιατορίου και ανάδειξης του αρχαιολογικού χώρου που παμψηφεί εγκρίθηκε από το ΚΑΣ το 2014 και 2016.
Ο ναός και το εστιατόριο αντιμετωπίστηκαν ως ενιαίο μνημειακό σύνολο. Στην πρόταση αναστήλωσης τους προτάθηκε η επανένταξη μεγάλου αριθμού σωζόμενων αρχαίων αρχιτεκτονικών μελών. Πρόκειται πλέον για ένα από τα σημαντικότερα έργα αναστήλωσης στις Κυκλάδες, αφού το μνημείον θα συμπληρωθεί σημαντικά καθ’ ύψος, ώστε να δοθεί η τρίτη διάσταση του. Με την περάτωση των εργασιών θα γίνει απόλυτα κατανοητός ο μνημειακός χαρακτήρας ενός μοναδικού αρχιτεκτονήματος των αρχαϊκών Κυκλάδων που έχει επιβιώσει σε ένα ανέπαφο από ανθρωπογενείς επεμβάσεις τοπίο. Ο επισκέπτης θα μπορεί να αντιληφθεί το μέγεθος και το μεγαλείο του ακόμα και από την απέναντι ακτή της Αντιπάρου.
Εκτός από τις αναστηλωτικές εργασίες, μείζονος σημασίας για την προστασία του αρχαιολογικού χώρου είναι το έργο της ανάδειξης του και της μετατροπής του σε οργανωμένο επισκέψιμο χώρο, προσβάσιμο στο ευρύ κοινό.