Προϊστορία
Σύμφωνα με τους αρχαιολόγους, ο άνθρωπος ξεκίνησε την εγκατάστασή του στα κυκλαδίτικα νησιά στις αρχές της Νεώτερης Νεολιθικής Περιόδου, που άρχισε πριν από 5.300 χρόνια περίπου. Ο παλαιότερος γνωστός οικισμός στις Κυκλάδες βρέθηκε στη νησίδα Σάλιαγκος, που απέχει 500 μέτρα από το χωριό της Αντιπάρου και έχει 100 μέτρα μήκος (από βορρά προς νότο) και 50 μέτρα πλάτος (από ανατολή σε δύση). Ωστόσο, μια και κατά τη Νεολιθική Περίοδο το επίπεδο της θάλασσας ήταν κατά 6 τουλάχιστον μέτρα χαμηλότερο από το σημερινό, τότε ο Σάλιαγκος ήταν μια χαμηλή χερσόνησος του ισθμού που ένωνε την Πάρο με την Αντίπαρο.
Ο οικισμός του Σάλιαγκου, ίχνη του οποίου πρώτος εντόπισε το 1961 ο έφορος αρχαιοτήτων Νικόλαος Ζαφειρόπουλος και έφεραν στο φως το 1964 οι Άγγλοι αρχαιολόγοι Τζων Έβανς και Κόλιν Ρένφριου, καλύπτει ολόκληρο το νησί και χρονολογείται τουλάχιστον από τα τέλη της 5ης χιλιετίας π.Χ. περίπου. Τον αποτελούσαν ορθογώνιες κατοικίες με λίθινα θεμέλια, που τις περιέβαλλε τείχος. Το έργο της κατασκευής αμυντικού τείχους απαιτεί συντονισμένη συλλογική προσπάθεια, γεγονός που αποδεικνύει ότι στις Κυκλάδες είχαν ήδη αρχίσει οι διαδικασίες εκείνες που θα οδηγούσαν αργότερα, κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, στην ίδρυση πόλεων. Οι κάτοικοι του οικισμού κατασκεύαζαν τα εργαλεία τους και τις αιχμές των βελών τους από οψιδιανό. Φαίνεται μάλιστα ότι η κατεργασία του οψιδιανού γινόταν σε πολύ μεγαλύτερη έκταση από όση θα δικαιολογούσαν οι τοπικές ανάγκες, γεγονός που δείχνει ότι ο οικισμός του Σάλιαγκου αποτελούσε κέντρο κατεργασίας και εμπορίας του οψιδιανού της Μήλου. Οι κάτοικοί του ασχολούνταν επίσης με την αλιεία, την κτηνοτροφία, την καλλιέργεια σιτηρών, την αγγειοπλαστική και την καλαθοπλεκτική. Στο Σάλιαγκο βρέθηκαν ακόμη κουτάλια από μύδια, αρκετές αξίνες και εργαλεία από κόκκαλο, αγγεία και ειδώλια. Από τα αγγεία που βρέθηκαν στο Σάλιαγκο, τα περισσότερα μοιάζουν με φρουτιέρες. Είναι από σκούρο πηλό και λευκή γραμμική διακόσμηση, ανοιχτά, με περίγραμμα ευθύγραμμο, καμπύλο ή γωνιώδες, και έχουν επίπεδη βάση ή, πιο συχνά, ψηλό πόδι. Ανάμεσα στα ειδώλια που βρέθηκαν στο Σάλιαγκο περιλαμβάνεται και η "Παχύσαρκη κυρία του Σάλιαγκου", το αρχαιότερο μαρμάρινο ειδώλιο που έχει βρεθεί μέχρι τώρα στις Κυκλάδες. Δείγματα των τεχνουργημάτων αυτών μπορεί να θαυμάσει κανείς στο Μουσείο της Πάρου. Μαρτυρούν ότι, αν και ο νεολιθικός πολιτισμός των Κυκλάδων παρουσιάζει ομοιότητες με τους συγχρόνους του, ιδιαίτερα εκείνον της Πελοποννήσου, εμφανίζει ιδιαίτερο χαρακτήρα στην τέχνη του.
Δυστυχώς, ελάχιστες άλλες θέσεις του λεγόμενου Πολιτισμού του Σάλιαγκου έχουν διασωθεί. Πολύ λίγα πράγματα είναι γνωστά τόσο για την κοινωνία και τις θρησκευτικές πεποιθήσεις των ανθρώπων αυτών, όσο και για την προέλευσή τους.
Αργότερα, κατά την Πρώιμη Εποχή του Χαλκού, ο πολιτισμός των Κυκλάδων αποκτά πολύ πιο έντονο νησιωτικό χαρακτήρα. Την 3η χιλιετία π.Χ. αρχίζει και η μεγάλη ανάπτυξη του πολιτισμού στην Πάρο, την Αντίπαρο, αλλά και στο Δεσποτικό. Τάφους που ανάγονται στην περίοδο 3000-2500 π.Χ. πρωτοανακάλυψαν στην Αντίπαρο το 1883 ο Άγγλος αρχαιολόγος Μπεντ και οι αδερφοί Σουάν, που έκαναν ανασκαφές στις θέσεις Απάντημα, Σωρός και Πεταλίδες. Ευρήματα από τις ανασκαφές αυτές εκτίθενται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Αθήνας. Ο Χρήστος Τσούντας πραγματοποίησε επίσης ανασκαφές στο Δεσποτικό, όπου ανακάλυψε δύο πρωτοκυκλαδικά νεκροταφεία στις τοποθεσίες Λιβάδι και Ζουμπάρια και επισήμανε λείψανα προϊστορικού οικισμού στη θέση Χειρόμυλοι. Υποστήριξε πως στα δύο αυτά νησιά, κατά την 3η π.Χ. χιλιετία, ο πληθυσμός ζούσε σε μικρούς οικισμούς που βρίσκονται σχετικά μακριά ο ένας από τον άλλο. Νεώτερες έρευνες πραγματοποίησε στο νησάκι το 1959 η Αρχαιολογική Υπηρεσία, υπό τον διευθυντή αρχαιοτήτων Νικόλαο Ζαφειρόπουλο. Οι έρευνες επιβεβαίωσαν το μέγεθος των πρωτοκυκλαδικών οικισμών και, επιπλέον, έφεραν στο φως αρχιτεκτονικά λείψανα αρχαϊκών και ρωμαϊκών χρόνων. Στη θέση Μάνδρα εντοπίστηκε ένας δωρικού ρυθμού ναός της ιστορικής περιόδου από λευκό μάρμαρο, ο οποίος μελετήθηκε το 1980. Παρ' όλα αυτά, τα υπάρχοντα μέχρι σήμερα στοιχεία για την κατοίκηση του Δεσποτικού κατά την ιστορική περίοδο είναι ελάχιστα. Γι' αυτό και είναι μεγάλης σημασίας τα ανακαλυφθέντα τμήματα ενός κούρου και το μισοτελειωμένο μαρμάρινο κεφάλι ενός μικρού αγαλματιδίου του τρίτου τέταρτου του 6ου π.Χ. αιώνα που ήδη εκτίθεται στο Μουσείο Κυκλαδικής και Αρχαίας Ελληνικής Τέχνης στην Αθήνα.
Ιστορικοί χρόνοι
Οι πρώτοι κάτοικοι της Αντιπάρου κατά τους ιστορικούς χρόνους ήταν Φοίνικες από τη Σιδώνα, τους οποίους διαδέχθηκαν διάφοροι κατακτητές. Στην αρχαιότητα η Αντίπαρος ήταν γνωστή ως Ωλίαρος και με αυτή την ονομασία την αναφέρει ο Έλληνας γεωγράφος του 3ου π.Χ. αιώνα Ηρακλείδης ο Κριτικός (ή Κρητικός) στο έργο του "Περί νήσων". Το έργο αυτό δυστυχώς δεν σώζεται, αλλά σχετικό με την Αντίπαρο απόσπασμα σώζει ο σπουδαίος γραμματικός της πρωτοβυζαντινής περιόδου (αρχές 6ου μ.Χ. αιώνα) Στέφανος Βυζάντιος: "...Ωλίαρος των Κυκλάδων μία, περί ης Ηρακλείδης ο Ποντικός εν τω περί νήσων ούτω φησίν. Ωλίαρος Σιδωνίων άποικος, απέχουσα Πάρου σταδίους νη". Είναι ενδιαφέρον ότι ο Βυζαντινός γραμματικός αναφέρει λανθασμένα το όνομα του αρχαίου Έλληνα γεωγράφου, συγχέοντάς τον με τον φιλόσοφο του 4ου π.Χ. αιώνα Ηρακλείδη από την Ηράκλεια του Πόντου. Την Ωλίαρο ακόμη αναφέρουν ο Έλληνας γεωγράφος και ιστορικός Στράβωνας (67 π.Χ. - 23 μ.Χ.), στο Ι' βιβλίο των "Γεωγραφικών" του: "...Κίμωλον και Πρεπέσινθον και Ωλίαρον...Τας μεν ουν άλλας των δώδεκα νομίζω, την δε Πρεπέσινθον και Ωλίαρον και Γύαρον ήττον", αλλά και ο Λατίνος συγγραφέας Πλίνιος (23-79 μ.Χ.) στον 4ο τόμο της "Φυσικής Ιστορίας" του. Αξίζει να σημειωθεί ότι και οι δύο αυτοί συγγραφείς αναφέρουν επίσης την Πρεπέσινθο, δηλαδή το Δεσποτικό. Η πρώτη αναφορά της Αντιπάρου με τη σημερινή ονομασία της γίνεται μόλις τον 13ο αιώνα. Η λέξη όμως είναι αρχαία, καθώς, σύμφωνα με τη μυθολογία, ο Αντίπαρος ήταν ένας από τους 50 γιους του Αιγύπτου, ο οποίος δολοφονήθηκε, όπως και 48 από τα αδέλφια του, από τη σύζυγό του Κριτομηθέα, μία από τις 50 Δαναΐδες.
Νεώτερη ιστορία
Κατά τους βυζαντινούς χρόνους και μέχρι τις αρχές του 13ου αιώνα, οι πληροφορίες για την ιστορία της Αντιπάρου σπανίζουν, γνωρίζουμε όμως ότι όλη αυτή την περίοδο, και μέχρι την Ελληνική Επανάσταση του 1821, το νησί υποφέρει από τις επιδρομές πειρατών από την Αλγερία, την Κρήτη, τη Μάνη, την Κεφαλληνία και αλλού. Οι συχνές αυτές επιδρομές μαρτυρούνται τόσο από τις αυξομειώσεις του πληθυσμού της, που έφταναν μέχρι και την ερήμωση σχεδόν του νησιού, όσο και από τα λείψανα των αμυντικών έργων που είχαν κατά καιρούς ιδρύσει οι διάφοροι άρχοντες της Αντιπάρου για την προστασία των κατοίκων.
Το 1207, την Αντίπαρο κατέλαβε ο ανηψιός του δόγη της Βενετίας Ερρίκου Δάνδολου, Μάρκος Α' Σανούδος, ο οποίος μετέσχε στην Δ' Σταυτοφορία και ήταν από τους πρωτοστάτες της εκτροπής της από τον αρχικό της στόχο, εκτροπής που είχε ως αποτέλεσμα την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Ο Μάρκος Σανούδος κατέλαβε, με την έγκριση της Βενετίας, τις Κυκλάδες, τις Σποράδες και άλλα νησιά του Αιγαίου, ιδρύοντας το Δουκάτο του Αιγαίου Πελάγους, με έδρα την Νάξο. Η Αντίπαρος έμεινε υπό την κυριαρχία του οίκου των Σανούδων μέχρι το δεύτερο μισό του 14ου αιώνα, οπότε πέρασε στα χέρια του οίκου Σομμαρίπα με το γάμο της Μαρίας Σανούδου, κυρίας της Άνδρου, Νάξου και Αντιπάρου, με τον Γάσπαρι Σομμαρίπα. Στις αρχές του 15ου αιώνα η Αντίπαρος ήταν πυκνοκατοικημένη - είναι γνωστό πως παρείχε στις γαλέρες του δούκα της Νάξου 30 ναύτες. Αργότερα, όμως, ως αποτέλεσμα των πειρατικών επιδρομών, ερημώθηκε τελείως. Ο Κριστόφορο Μπουοντελμόντι, Φλωρεντιανός κληρικός του 15ου αιώνα και από τους πρώτους ελληνολάτρες περιηγητές της χώρας μας, αναφέρει στο έργο του "Το Βιβλίο των Νησιών του Αιγαίου" πως στην Αντίπαρο υπήρχαν πολύ λίγοι κάτοικοι που ασχολούνται με τη γεωλογία και την κτηνοτροφία. Αναφέρει ακόμη πως το νησί ήταν γεμάτο αετούς και γεράκια.
Το 1440, ο άρχοντας της Πάρου και της Άνδρου Κρουσσίνος Α' Σομμαρίπας δίνει την Αντίπαρο ως προίκα στην κόρη του Φραντζέσκα που παντρεύεται τον Λεονάρντο Λορεντάνο. Έτσι, η Αντίπαρος αποσπάται από την κυριαρχία του δούκα της Νάξου και περιέρχεται στην ισχυρή βενετική οικογένεια των Λορεντάνο. Ο Λεονάρντο Λορεντάνο με δικά του έξοδα μετέφερε στην Αντίπαρο καλλιεργητές και έχτισε το περίφημο κάστρο. Το 1480το νησί πέρασε στα χέρια του Δομένιγου Πιζάνι και, μαζί με την Ανάφη και την Ίο, αποτέλεσε κτήση της βενετικής οικογένειας των Πιζάνι. Το 1537 η Αντίπαρος μαζί με τις υπόλοιπες Κυκλάδες πέφτει στα χέρια των Οθωμανών και του φοβερού πειρατή Χαϊρεντίν Μπαρμπαρόσα.
Η Αντίπαρος παρέμεινε υπό τουρκικό ζυγό μέχρι το 1770, οπότε κατέπλευσε στο νησί ο ρωσικός στόλος των αδελφών Ορλώφ. Την περίοδο 1770-1774 η Αντίπαρος και η Πάρος ρωσοκρατούνται, αλλά μετά τα ορλωφικά περιέρχονται και πάλι υπό τον τουρκικό ζυγό μέχρι την Ελληνική Επανάσταση του 1821.
Κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας η Αντίπαρος υπέστη πολλές καταστροφές όχι μόνο από τις επιδρομές των κατακτητών αλλά και των πειρατών.
Χαρακτηριστικό των συνθηκών διαβίωσης της εποχής είναι το τέλος του διαβόητου Γάλλου πειρατή Ντανιέλ, ιππότη του Τάγματος της Μάλτας, και τα δραματικά γεγονότα στο Δεσποτικό το 1675. Το έτος αυτό, δόθηκε ναυμαχία μεταξύ του Ντανιέλ και τουρκικών πλοίων στα ανοικτά του Δεσποτικού, το οποίο ο πειρατής χρησιμοποιούσε ως ορμητήριο. Ο ηττημένος πειρατής έβαλε φωτιά στο πλοίο του και αποβιβάστηκε στο Δεσποτικό με το τσούρμο του, τάζοντας μεγάλα ποσά στους κατοίκους για να τον σώσουν. Αυτοί όμως τον αλυσοδέσανε και τον παρέδωσαν στα τουρκικά αγήματα. Όταν άλλοι Γάλλοι πειρατές, όπως οι Οράνζ, Ονορά και Υγκό ντε Κρεβελιέ, έμαθαν τα συμβάντα, κατέπλευσαν στο νησί, αφού έφυγαν τα τουρκικά πλοία, το λεηλάτησαν και έσφαξαν τους κατοίκους. Η καταστροφικότερη επιδρομή πειρατών στην Αντίπαρο ίσως ήταν αυτή του 1794, όταν Κεφαλονίτες και Μανιάτες πειρατές λεηλάτησαν το νησί και κατέσφαξαν και αιχμαλώτισαν τους περισσότερους από τους κατοίκους, μεταξύ των οποίων και την κόρη του Γάλλου υποπρόξενου.
Δυσβάστακτη στο μεταξύ ήταν αυτή την περίοδο η φορολόγηση των κατοίκων. Το 1756, για να πληρώσουν το φόρο, οι Αντιπαριανοί αναγκάζονται να πουλήσουν τη νησίδα Διπλό στον Παριανό Πέτρο Μαυρογένη και το Μυκονιάτη Τζωρτζή Μπάο, έναντι 100 ριαλίων.
Κι όμως, στα μαύρα εκείνα χρόνια, υπήρχε στην Αντίπαρο σχολείο, στο οποίο τα παιδιά του νησιού μάθαιναν γράμματα. Σ' αυτό πήραν τα πρώτα φώτα της παιδείας και της θρησκείας μεγάλοι άνδρες, μεταξύ των οποίων δεσπόζουν οι μορφές του Νεόφυτου Μαυρομάτη, μητροπολίτη Ναυπάκτου και Άρτης, και του Ανανία, του ιεροδιακόνου που δίδαξε στα μέσα του 18ου αιώνα στην Πατριαρχική Ακαδημία και θεωρείται από τους σοφότερους διδασκάλους του Γένους.
Οι κάτοικοι της Αντιπάρου ήταν μεταξύ των πρώτων από τις Κυκλάδες που πήραν μέρος στην Ελληνική Επανάσταση. Το 1823 συζητήθηκε, χωρίς όμως να δοθεί συνέχεια, η παραχώρηση έναντι χρημάτων της Αντιπάρου, μαζί με την Πάρο, τη Νάξο και τη Σίφνο, στους Ιωαννίτες Ιππότες. Το νησί έγινε και επίσημα τμήμα του ελληνικού κράτους με τα Πρωτόκολλα του Λονδίνου της 3.2.1830 και 18.8.1832.
Αλλά και κατά τον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, η Αντίπαρος πήρε ενεργό μέρος στην Αντίσταση κατά των Γερμανών. Είχε μετατραπεί σε μυστική βάση των Συμμάχων και είναι πολύ γνωστή στην ιστορία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου η "Επιχείρηση Αντίπαρος" με επακόλουθα συλλήψεις και εκτελέσεις Ελλήνων πατριωτών και Συμμάχων.